- περισκιαζομένης
- περισκιάζομαιto be overshadowedpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισκιάζομαι — Α 1. σκιάζομαι από παντού, καλύπτομαι με σκιά ολόγυρα 2. (για τη Σελήνη) επισκιάζομαι, σκοτεινιάζω («σελήνης περισκιαζομένης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek